-
1 νομοθετή
νομοθετέωframe laws: pres subj mp 2nd sgνομοθετέωframe laws: pres ind mp 2nd sgνομοθετέωframe laws: pres subj act 3rd sg -
2 νομοθετῇ
νομοθετέωframe laws: pres subj mp 2nd sgνομοθετέωframe laws: pres ind mp 2nd sgνομοθετέωframe laws: pres subj act 3rd sg -
3 νομοθέτη
-
4 νομοθέτῃ
-
5 νομοθέτηι
νομοθέτῃ, νομοθέτηςlawgiver: masc dat sg (attic epic ionic) -
6 πραγματευτέος
A to be laboured at,τοῦτο τῷ νομοθέτῃ π., ὅπως.. Id.Pol. 1333a14
; τῷ νομοθέτῃ π. περί τι ib. 1337a11.II -τέον, one must treat,περί τινος Id.Top. 105b31
, cf. 106a2, Ruf.Ren.Ves.13.11.2 one must arrange, distribute, Paul.Al.C.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πραγματευτέος
-
7 συν-υπ-ηρετέω
συν-υπ-ηρετέω, mit od. zugleich bedienen, helfen, ταὐτὸν δ' ἔργον δρῶντα ξυνυπηρετεῖν δεῖ τῷ νομοϑέτῃ τὸν δικαστήν, Plat. Legg. XI, 934 b.
-
8 αντινομοθετεω
-
9 ευχειρωτος
21) легко одолимый(στρατός Aesch.; στρατιὰ τοῖς πολεμίοις εὐ. Xen.)
2) послушный, податливый(τῷ νομοθέτῃ Arst.)
3) легко поддающийся(ταῖς ἀπάταις Plut.)
-
10 εὐχείρωτος
A easy to master or overcome, A.Pers. 452, X.HG5.3.4, etc.; easy to train,τῷ νομοθέτῃ Arist. Pol. 1332b9
; simply, easy, Porph. Abst.3.4. ([comp] Comp.εὐχειρότερος D.C.37.7
, and [comp] Sup.εὐχειρότατος X.Cyr.1.6.36
, Oec.8.4, Thphr.HP4.14.7, are ff.ll. for - ωτότερος, -ωτότατος.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐχείρωτος
-
11 νομοθετητέος
2 trans., one must enact, ib. 1336b20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νομοθετητέος
-
12 προοδοποιέω
Aπροωδοποίησα Arist.Pr. 867a39
: [tense] pf.προωδοποίηκα Id.Rh. 1389b31
:—[voice] Pass.προωδοποίημαι Id.PA 650b28
, 651b10, GA 770b3, al.; so that the forms προωδο-πεποίηκα, -πεποίημαι in Pr. 954b12, Pol. 1270a4, are prob. corrupt:— prepare or pave the way,τὸ γῆρας π. τῇ δειλίᾳ Arist.Rh.
l. c.; πάντα π. πρὸς.. make all preparations for.., Id.Pol. 1336a32;πρὸς τὴν ἀλήθειαν Jul.Or.7.217c
: abs., Plu.2.664a:—[voice] Med., make one's way, tend in a certain direction,πρὸς τὸ ἄνω Arist.PA 671b31
, cf. Pr. 867a36, Thphr.Sud.28.II c. acc., prepare beforehand,τὸ σῶμα πρὸς τὸ ἱδροῦν Arist.Pr. 867a39
;τὴν ψυχὴν εἴς τι S.E.M.6.34
; πολλὰ αὐτῷ (sc. Σόλωνι)τῆς νομοθεσίας Plu. Sol.12
, cf. Lyc.4:—[voice] Pass.,αὑτοὺς παρεῖχον τῷ νομοθέτῃ προωδοποιημένους Arist.Pol. 1270a4
;π. τῷ πάθει Id.PA 650b28
; , cf. GA 770b3, Epicur. Nat.Herc.1420.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προοδοποιέω
-
13 συνήθης
συνήθης, ες, gen. εος, [var] contr. ους, gen. pl. συνηθέων, [var] contr. συνηθῶν (or συνήθων, Hdn.Gr.1.428):—A dwelling or living together, accustomed or used to each other,συνήθεες ἀλλήλῃσιν Hes.Th. 230
; like each other in habits, Th.1.71; συνήθεις καὶ γνώριμοι acquaintances, Pl.R. 375e, cf. Arist.EN 1126b25; φίλοι καὶ ς. Philem.213.13; σ. τινί well-acquainted or intimate with one, Pl.Cri. 43a, La. 188a, Men.Pk. 258: less freq. as Subst., friend, intimate, Phld.Rh.1.332 S., etc.: c. gen., D.S.19.47, Plu.Num.1.II habituated, accustomed, ;σώματα πᾶσι ποτοῖς καὶ πόνοις σ. γιγνόμενα Id.Lg. 797e
; of animals, χειρὶ σ., = χειροήθης, AP9.287 (Apollonid.): abs., τὰ σύντροφα καὶ ς. those reared and bred with him, Arist.HA 629b11; οἱ σ. τόποι their wonted haunts, ib. 596b29: c. inf.,σ. ᾄδειν γενόμενοι Pl.Lg. 666d
.2 of things, habitual, customary, usual, ἔθος, πότμος, S.Ph. 894, Tr.88; σ. ὄμμα a customary vision, Id.El. 903, cf. Hp.Aph. 2.49;δίαιτα Th.1.6
;σημεῖα τῷ γένει -έστερα And.2.26
; τὸ ξ. ἥσυχον your habitual quietness, Th.6.34; τὸ ξ. φοβερόν ib.55;σύνηθες αἰεὶ ταῦτα βαστάζειν ἐμοί E.Alc.40
, cf. Arist.Pol. 1295b17;διὰ τὸ μὴ σ. νομοθέτῃ Pl.Lg. 739a
: τὸ ς. the customary, X.Mem.3.14.6; custom, Arist.Rh. 1369b16, al.; τὸ τῆς ἑορτῆς ς. Pl.Ti. 21b; of language, in common use, A.D.Pron.45.1, al.; τὸ ς. usage, Id.Adv.178.28.3 according to common usage, opp. τοπικῶς, Sch.Th.Oxy.853 xiii 4; ἡ σ. νοουμένη οἰκονομία as commonly conceived, Phld.Oec.p.29 J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνήθης
-
14 συνυπηρετέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνυπηρετέω
-
15 ἀπαντάω
Aἀπήντων Th.4.127
, [dialect] Dor. [ per.] 3sg. : [tense] fut. , Plb.4.26.5, etc.; but better- ήσομαι Th.4.77
, 7.2 and 80, X.HG1.6.3, Lys.2.32, etc.: [tense] aor. , Th.2.20: [tense] pf. , D.18.15:—the [voice] Med., used in act. sense by Polyaen.1.21.1 ([tense] impf.), al., is censured by Luc.Lex.25; so also [tense] pf.ἀπήντημαι Plb.2.37.6
, D.H.6.88, etc.I mostly of persons, move from a place to meet a person, and generally, meet, encounter,τινί Hdt.8.9
, E.Supp. 772, etc.;ἐξ ἐναντίας ἀ. Pl.Lg. 893e
; ἀ. ταῖς ὁμοίαις φύσεσι encounter, fall in with them, D.60.20: abs., any one that meets you, any chance person,Pl.
R. 563c;οἱ ἀπαντῶντες D.36.45
, Alex.78, cf. 87.b freq. with a Prep., ἀ. τινὶ εἰς τόπον come or go to a place to meet him, meet him at a place, Hdt.2.75;ἐς τωὐτό 6.84
;ἐπὶ Τριποδίσκον Th.4.70
; τὸν μὲν ἐς τὰς Σίφας ἀ., τὸν δ' ἐπὶ τὸ Δήλιον ib.89: without dat. pers., present oneself at a place, Id.7.1;εἰς Κύζικον X.HG1.3.13
;ἀ. ἐνθάδε Ar.Lys.13
;δεῦρο πάλιν ἀ. Pl.Tht. 210d
, etc.2 freq. in hostile sense, meet in battle, ἀ. δορί (dat. pers. being omitted) E.Ph. 1392; ;τοῖς βαρβάροις Μαραθῶνάδε And.1.107
;ἀ. Ἀθηναίοις ἐς Τάραντα Th.6.34
, cf. 2.20, 3.95;ἀ. πρός τινα Isoc.4.86
,90; generally, resist, oppose in any way,νομοθέτῃ ἀ. λέγων.. Pl.Lg. 684d
; διὰ λόγων νουθετικῶν ἀ. prob. ib. 740e;ἀ. τραχέως πρὸς τὰς τῶν πλησιαζόντων ὀργάς Isoc.1.31
;ἀ. τοῖς εἰρημένοις
rejoin, reply,Id.
11.30;τοῖς θορύβοις Arist.Rh.Al.
l.c.;πρὸς ἕκαστον D.21.24
.b abs., present oneself in arms, attend the muster, E.Ba. 782.3 freq. as a law-term, meet in open court,τῷ καλεσαμένῳ Pl.Lg. 937a
, cf. D.39.3, etc.: without dat. pers., ἀ. πρὸς τὴν δίκην present oneself at the trial, Pl.Lg. 936e; πρὸς ἣν [ δίκην] οὐκ ἀπήντα did not appear to defend his cause, D.21.90; ἀ. πρὸς τὸν διαιτητήν, etc., come before him, Id.40.11, etc.;εἰς ἡμέραν τὴν συγκειμένην ἀ. εἰς τὸ Ἡφαιστεῖον 33.18
;ἐπὶ τὰ ἱερά 42.7
; ἐπὶ τὴν δίαιταν Test. ap. eund.21.93; ἀ. ἐπὶ τοῖς ἀλλοτρίοις ἀγῶσι to be present at other people's suits, meddle with them, D.21.205: abs., appear in court, 40.16, etc.4 ἀ. εἰς.. enter into a thing, attempt it,εἰς τὸν ἀγῶνα Pl.Lg. 830a
; ἀ. εἰς τὴν τίμησιν come to the question of rating, Aeschin.3.198;ἀ. εἰς τὰς χρείας Arist.EN 1158a8
;ἀ. πρὸς τὰς μαθήσεις Pl.Tht. 144b
; πρὸς τὴν ἐρώτησιν, τὸ πρόβλημα, Arist. Metaph. 1036a14, Ph. 213b3; ἀ. πρὸς τὴν τροφήν go to seek it, Id. de.An. 421b12;ἀ. ἐπί..
have recourse to..,D.
21.151, 24.193, etc.;ἐπὶ ταύτας τὰς οἰκίας ἀ. οἱ τραγῳδοποιοί Arist.Po. 1454a12
.II of things, come upon one, meet or happen to one, , cf. Bion l. c.;τοῖς πρὸς ὑμᾶς ζῶσι τοσαύτην κωφότητα.. παρ' ὑμῶν ἀπαντᾶν D.19.226
; ἐπὶ τῶ κεφαλαίψ τῶν πραγμάτων ἀ. [ ἡ ῥᾳθυμία] 'comes home to roost', 10.7;ἀ. αὐτῷ κραυγὴ παρὰ τῶν δικαστῶν Aeschin.1.163
;μή τίς σοι ἐναντίος λόγος ἀ. Pl.Phd. 101a
, cf. D.H.4.33, etc.2 abs., happen, occur, turn out, Ar.Lys. 420, Pl.Ep. 358e, Arist.Pol. 1302a6, Top. 160a23, al.;τούτων ἀπαντώντων Hdt.8.142
:—[voice] Pass., Plb. 2.7.4, Phld.Herc.1251.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαντάω
-
16 ἔργον
ἔργον, [dialect] Dor. [full] ϝέργον IG4.800 (vi B. C.), Elean [full] ϝάργον SIG9 (vi B.C.), τό: (ἔρδω, OE.A weorc (neut.) 'work', Avest. var[schwa]za-):— work, Il.2.436, etc.;ἔ. οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ' ὄνειδος Hes.Op. 311
;πλεόνων δέ τε ἔ. ἄμεινον Il.12.412
;ἔ. ἐποίχεσθαι 6.492
;νῦν ἔπλετο ἔ. ἅπασι 12.271
; esp. in pl.,ἄλλος ἄλλοισιν..ἐπιτέρπεται ἔργοις Od. 14.228
;ἐπὶ ἔργα τράποντο Il.3.422
;ἔργων παύσασθαι Od.4.683
; τὰ σ' αὐτῆς ἔργα κόμιζε see to thine own tasks, Il.6.490 : esp. in the following relations,1 in Il. mostly of works or deeds of war,πολεμήϊα ἔ. Il.2.338
, al., Od.12.116 ;ἔργον μάχης Il.6.522
; alone,ἀτελευτήτῳ ἐπὶ ἔργῳ 4.175
, cf. 539 ;ὑπέσχετο δὲ μέγα ἔργον 13.366
; ; later,ἔργον.. Ἄρης κρινεῖ A.Th. 414
; ἐν τῷ ἔ. during the action, Th.2.89, cf.7.71 ;τὸ ἐν Πλαταιαῖς ἔ. Pl.Mx. 241c
;τῶν πρότερον ἔ. μέγιστον ἐπράχθη τὸ Μηδικόν Th.1.23
; ἔργου ἔχεσθαι to engage in battle, ib.49.2 of peaceful contests,κρατεῖν ἔ. Pi.O.9.85
;ἔργου ἔχεσθαι Id.P.4.233
; also ἔργα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις placed [the reward of] noble deeds about his hair, Id.O.13.38.3 of works of industry,a of tillage, tilled lands,ἀνδρῶν πίονα ἔ. Il.12.283
, etc. ;ἔργ' ἀνθρώπων 16.392
, Od.6.259 ;βροτῶν 10.147
; οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα ib.98 ; ἔργα alone, 16.140, etc.; Ἔργα καὶ Ἡμέραι—the title of Hesiod's work ; πατρώϊα ἔ. their father's lands, Od.2.22 ; οὔτ' ἐπὶ ἔργα..ἴμεν will neither go to our farms, ib. 127, cf. 252 ; Ἰθάκης..ἔργα the tilled lands of Ithaca, 14.344 ; ἀμφὶ.. Τιταρησσὸν ἔργ' ἐνέμοντο inhabited lands, Il.2.751 ;τὰ τῶν Μυσῶν ἔ. Hdt.1.36
; so later, PBaden 40.5 (ii A.D.) : generally, property, wealth, possessions,θεὸς δ' ἐπὶ ἔργον ἀέξῃ Od.14.65
, cf. 15.372.b of women's work, weaving, Il.9.390, etc. ; ἀμύμονα ἔ. ἰδυίας ib. 128 ;ἔργα ἐργάζεσθαι Od.22.422
, 20.72.c of other occupations, θαλάσσια ἔ. fishing, 5.67 ; a seaman's life, Il.2.614 : periphr., δαιτὸς..ἔργα works of feasting, 9.228 ;φιλοτήσια ἔ. Od.11.246
;ἔργα γάμοιο Il.5.429
;ἔργα Κυπρογενοῦς Sol.26
;Ἀφροδίτης h.Ven.1
; alsoτέκνων ἐς ἔ. A.Ag. 1207
: abs.,ἔργον Luc.DDeor.17.1
, AP12.209 (pl., Strat., s.v.l.); alsoἔργα ἰσχύος καὶ τάχους X.Cyr.1.2.12
; φίλα ἔργα μελίσσαις, of flowers, Theoc.22.42 ; of mines, etc.,ἔ. ἀργυρεῖα X.Vect.4.5
, D.21.167, etc.; ἔργα πίσσια dub. l. in Plu.Cat.Ma.21.4 deed, action,ἔργ' ἀνδρῶν τε θεῶν τε Od.1.338
;θέσκελα ἔ. Τρώων Il.3.130
;ἀήσυλα ἔ. 5.876
; καρτερά, ἀεικέα ἔ., ib. 872,22.395; παλίντιτα, ἄντιτα ἔ., Od.1.379, 17.51 ;ἔργα ἀποδέκνυσθαι Hdt.1.16
, cf. Pl.Alc.1.119e, D.C.37.52 ; opp. ἔπος, deed, not word (v.ἔπος 11.1
) ; opp. μῦθος, Il. 9.443, 19.242, A.Pr. 1080 (anap.), etc.; opp. λόγος, S.El. 358, E.Alc. 339 ; ἔργῳ, opp. λόγῳ, freq. in [dialect] Att., etc., Th.2.65, etc.: so in pl.,λόγῳ μὲν..τοῖσι δ' ἔργοισιν S.OC 782
, cf. E.Fr.360.13 ; ; opp. ῥήματα, Id.OC 873 ; opp. ὄνομα, E.IA 128 (anap.), Th.8.78,89 ; in many phrases,πέπρακται τοὔργον A.Pr.75
, cf. Ag. 1346 ;χωρῶ πρὸς ἔργον S.Aj. 116
; τὸ μὲν ἐνθύμημα χαρίεν.., τὸ δὲ ἔ. ἀδύνατον its execution, X.An.3.5.12 ; ἐν ἔργῳ χέρνιβες ξίφος τε ready for action, E.IT 1190 ;ἡ κατάρα ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς ἔ. ἤγετο Jul.Or.7.228b
.II thing, matter, πᾶν ἔ...ὑπείξομαι in every point, Il.1.294 ;ἃ Ζεὺς μήδετο ἔ. 2.38
, etc.;πάρος τάδε ἔ. γενέσθαι 6.348
, etc.;ὅπως ἔσται τάδε ἔ. 2.252
, Od.17.78, etc. ;μέμνημαι τόδε ἔ. Il.9.527
;ἄκουε τοὔργον S.Tr. 1157
, cf. OT 847, Aj. 466 ; in bad sense, mischief, trouble, of disease,αἰτίη τοῦ ἔ. Aret.SA1.9
; μέγα ἔ. a serious matter, Od.4.663, Th.3.3.2 μέγα ἔ., like μέγα χρῆμα, χερμάδιον λάβε χειρὶ Τυδεΐδης, μέγα ἔ. a monstrous thing, Il.5.303, cf. 20.286 ; φυλόπιδος μέγα ἔ. a mighty call to arms, 16.208.III [voice] Pass., that which is wrought or made, work, οἷ' ἐπιεικὲς ἔργ' ἔμεν ἀθανάτων, of the arms of Achilles, Il.19.22 ; ἔ. Ἡφαίστοιο metal-work, Od.4.617 ;πέπλοι.., ἔργα γυναικῶν Il.6.289
, Od.7.97, cf. 10.223 ;ὕφασμα, σῆς ἔ. χερός A.Ch. 231
;κολεόν..λώτινον ἔ. Theoc.24.45
; of a wall, Ar.Av. 1125 ; of a statue, X.Mem.3.10.7 : in pl., of siege-works,ἔ. καὶ μηχαναί Plb.5.3.6
; of a machine, Apollod.Poliorc.157.4, al., Ath.Mech.15.2, al.; of public buildings, Mon.Anc.Gr.18.20; of an author's works, D.H.Comp.25 ;τὸ περὶ ψυχῆς ἔργον Ἀριστοτέλους AP11.354.8
(Agath.).2 result of work, profit or interest, ἔργον [ χρημάτων] interest or profit on money, Is.11.42, cf. D.27.10.IV special phrases:1 ἔργον ἐστί,a c. gen. pers., it is his business, his proper work,ἀνδρῶν τόδ' ἐστὶν ἔ. A.Ch. 673
;ὅπερ ἐστὶν ἔ. ἀγαθοῦ πολίτου Pl.Grg. 517c
; of things, φραδέος νόου ἔργα τέτυκται it is a matter (which calls) for a wary mind, Il.24.354 ; function, ; ; τοῦτο ἑκάστου ἔ. ὃ ἂν ἢ μόνον τι ἢ κάλλιστα τῶν ἄλλων ἀπεργάζηται ib. 353a ; functions,Gal.
16.518 : c. dat. pers.,οἷς τοῦτο ἔ. ἦν X.Cyr.4.5.36
, cf. 6.3.27: with the possessive Pron., σὸν ἔ. [ἐστί] c. inf., A.Pr. 635 ;ἐμὸν τόδ' ἔ. κρῖναι Id.Eu. 734
;σὸν ἔ., θῦε θεοῖς Ar.Av. 862
; : with Art.,νῦν ἡμέτερον τὸ ἔ. Hdt.5.1
.b c. gen. rei, there is need of..,τί δῆτα τόξων ἔ.; E.Alc.39
;πολλῆς φυλακῆς ἔ. [ἐστί] Pl.R. 537d
: esp. with neg., ;οὐ δόλου νῦν ἔ. Id.Pl. 1158
, cf. E.Hipp. 911 : c. dat. pers.,ἐπέδρης μὴ εἶναι ἔ. τῇ στρατιῇ Hdt.1.17
: with Art., : with a part. added,οὐδὲν ἦν ἔ. αὐτοῦ κατατείνοντος Plu.Publ.13
: also c. inf., οὐδὲν ἔ. ἑστάναι there is no use in standing still, Ar.Lys. 424, cf. Av. 1308 ;οὐδὲν ἔ. ταῦτα θρηνεῖσθαι S. Aj. 852
, cf. 12.c c. inf., it is hard work, difficult to do,πολὺ ἔ. ἂν εἴη διεξελθεῖν X.Mem.4.6.1
;πολὺ ἔ. ἦν τῷ νομοθέτῃ πάντα γράφειν Lys.10.7
;ἔ. ἐστὶν εἰ ἐροῦμεν D.24.51
;ἔ. εὑρεῖν πρόφασιν Men.76
; alsoμέγα ἔ. ταῖς..ἐπιθυμίαις καλῶς χρῆσθαι Pl.Smp. 187e
;χαλεπὸν ἔ. διαιρεῖν Ar.Ra. 1100
(lyr.): also in gen.,πλείονος ἔ. ἐστὶ..μαθεῖν Pl. Euthphr. 14b
: rarely with a part.,οὐδὲν ἔ. μαχομένῳ Philippid.15.3
; ἔ. [ἐστί] c. acc. et inf., it can scarcely happen that..,ἔ. ἅμα πάντας ὀργισθῆναι καὶ ἁμαρτεῖν Arist.Pol. 1286a35
.2 ἔργον παρασχεῖν τινί give one trouble, Ar.Nu. 523, cf. AP9.161 (Marc. Arg., punning on Hesiod's Ἔργα) ; ἔργον ἔχειν take trouble, c. part., X.Cyr.8.4.6 ; c. inf., Id.Mem.2.10.6.3 ἔ. γίγνεσθαι τῆς νόσου to be its victim, Anon. ap. Suid. s.v. ἄτολμοι ;κτεινόμενος ὑμέτερον ἔ. εἰμί Plu.Eum. 17
;τῆς ὑμετέρας γέγονεν ἔ. ὀλιγωρίας Luc.Dem.Enc.29
.4 ἔ. ποιεῖσθαί τι to make a matter one's business, attend to it, Pl.Phdr. 232a, X.Hier.9.10 ; soἐν ἔργῳ τίθεσθαι Ael.VH4.15
.
См. также в других словарях:
νομοθετῇ — νομοθετέω frame laws pres subj mp 2nd sg νομοθετέω frame laws pres ind mp 2nd sg νομοθετέω frame laws pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομοθέτῃ — νομοθέτης lawgiver masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομοθέτηι — νομοθέτῃ , νομοθέτης lawgiver masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομολογία — Η πρώτη, γενική σημασία του όρου δηλώνει την ερμηνεία και την εφαρμογή του δικαίου σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Η αρχική λατινική έκφραση juris prudentia υποδήλωνε την ερμηνεία του δικαίου, η οποία στην αρχή γινόταν αποκλειστικά από τους… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
Μεχμέτ — I Όνομα έξι σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Βλ. λ. Μωάμεθ ή Μεχμέτ. II Όνομα αξιωματούχων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 1. Μ. Αλή πασάς (Γερμανία 1827 – 1878). Τούρκος στρατηγός, που καταγόταν από γαλλική οικογένεια καλβινιστών. Όταν το… … Dictionary of Greek
Ηγερία — I Μυθολογικό πρόσωπο. Νύμφη, προστάτιδα των πηγών και των γυναικών κατά τον τοκετό στη ρωμαϊκή μυθολογία. Σύμφωνα με την παράδοση, υπήρξε σύζυγος και σύμβουλος του βασιλιά Νουμά Πομπιλίου. Μετά τον θάνατό του η H., βαθύτατα λυπημένη, αποσύρθηκε… … Dictionary of Greek
ίδη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Κορύβαντα και σύζυγος του βασιλιά της Κρήτης Λυκάστη. Ήταν μητέρα του Μίνωα του νεότερου, βασιλιά και νομοθέτη της Κρήτης. 2. Νύμφη, κόρη του βασιλιά της Κρήτης Μελισσέα. Μαζί με την αδελφή της Αδράστεια… … Dictionary of Greek
αναφορά — Προφορική ή γραπτή έκθεση από κατώτερο σε ανώτερο· γραπτή έκθεση από ιδιώτη σε δημόσια αρχή· καθημερινή ανακοίνωση στον διοικητή μιας στρατιωτικής μονάδας για κάθε πράγμα που αφορά την υπηρεσία ή τους αξιωματικούς και τους οπλίτες (α. λόχου,… … Dictionary of Greek
δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη … Dictionary of Greek
δρακόντειος — α, ο (AM δρακόντειος, ον Μ και δρακόντεος, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δράκο 2. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει στον νομοθέτη Δράκοντα νεοελλ. 1. πολύ αυστηρός, αμείλικτος («δρακόντεια μέτρα», «δρακόντειοι νόμοι») 2. αστρον. αυτός που… … Dictionary of Greek